- βεκκεσέληνος
- βεκκεσέλληνος, -ον (Α)απαρχαιωμένος, ξεκουτιασμένος, ανόητος.[ΕΤΥΜΟΛ. < βέκος + σελήνη, αν η λ. βέκος* συνδεθεί με την έννοια της αρχαιότητας, ως η πιο αρχαία λ. που επινόησαν οι άνθρωποι].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βεκκεσέληνος — superannuated masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βεκκεσέληνον — βεκκεσέληνος superannuated masc/fem acc sg βεκκεσέληνος superannuated neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βεκκεσελήνου — βεκκεσέληνος superannuated masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βεκκεσελήνους — βεκκεσέληνος superannuated masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βεκκεσέληνα — βεκκεσέληνος superannuated neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βεκκεσέληνε — βεκκεσέληνος superannuated masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βεκκεσέληνοι — βεκκεσέληνος superannuated masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)